- Ναγκόγια
- (Nagoya). Πόλη (2.189.700 κάτ. το 2003) της κεντρικής Ιαπωνίας, στο νησί Χονσού, πρωτεύουσα του νομού Αϊτσί. Βρίσκεται στο εσωτερικό του κόλπου Ίσε, στις εκβολές του ποταμού Σονάι και περιβάλλεται στις τρεις πλευρές από την προσχωσιγενή πεδιάδα που σχηματίζεται από τον ποταμό Κίσο. Ιδρύθηκε τον 16o αι. γύρω από μερικούς φεουδαρχικούς πύργους, αλλά η επέκτασή της άρχισε μετά το 1610, όταν ο Τοκουγκάβα Ιεγιάσου ανέγειρε εκεί ένα από τα ισχυρότερα φρούρια της Ιαπωνίας. Σημαντικό εμπορικό κέντρο πριν ακόμα από την παλινόρθωση των Μεϊτζί (1867), αναπτύχθηκε γρήγορα από το 1822, οπότε ιδρύθηκαν εκεί διάφορα εργοστάσια βαμβακουργίας. Η βιομηχανική και λιμενική ζώνη της Ν. βρίσκονται στο νότιο τμήμα της πόλης, που διασχίζεται από πυκνό δίκτυο διωρύγων· το λιμάνι, από το οποίο ξεκινούν ακτινοειδώς πολυάριθμες σιδηροδρομικές γραμμές, έγινε ένα από τα σημαντικότερα της χώρας, κέντρο σημαντικών εσωτερικών και διεθνών γραμμών. Ήδη από τον 13o αι. η N. και, ακριβέστερα, το γειτονικό κέντρο της Σέτο, φημιζόταν για τις ωραίες πορσελάνες και τα αγγεία τύπου μαγιόλικα που κατασκευάζονταν εκεί· ακόμα και σήμερα η παραγωγή των ειδών αυτών αντιπροσωπεύει μεγάλο ποσοστό της εθνικής παραγωγής· παράλληλα με τη βιομηχανική αυτή δραστηριότητα και την υφαντουργία, στη Ν. υπάρχουν αξιόλογες βιομηχανίες χημικών προϊόντων και μεταλλομηχανουργίας.
Η πόλη, που υπέστη κατά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο σοβαρότατες ζημιές από τους βομβαρδισμούς, αναπτύχθηκε πολύ μετά τον πόλεμο και είναι σήμερα η πιο πυκνοκατοικημένη της Ιαπωνίας, μετά το Τόκιο και την Οσάκα· από τα κυριότερα μνημεία της είναι ο πύργος του Ιεγιάσου και ο σιντοϊστικός ναός της Ατσούτα, που θεωρείται ο ιερότερος της Ιαπωνίας, ύστερα από τον ναό της Ίσε.
Έδρα από το 14ο αι. της φεουδαρχικής οικογένειας Nαγκόγια, η πόλη πέρασε στους Σίμπα και, στις αρχές του 17ου αι., στον κλάδο των Oβάρι της οικογένειας Tοκουγκάβα. Άρχισε να αναπτύσσεται το 1610, οπότε κτίστηκε εκεί ένα μεγάλο οχυρό και το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων του Kιγιοσού μεταφέρθηκε στη νέα πόλη.
Tο πολεοδομικό σχέδιο της εποχής εκείνης ήταν το τυπικό σχέδιο όλων των φεουδαρχικών κέντρων που αναπτύσσονταν γύρω από ένα κάστρο, στα Ν του οποίου εκτεινόταν συνήθως η πόλη, χωρισμένη σε οικοδομικά τετράγωνα, με δρόμους που σχημάτιζαν ορθές γωνίες και με ονομασίες δηλωτικές του επαγγέλματος των κατοίκων: Tέπο μάτσι (ο δρόμος των τουφεκιών), Zαϊμόκου τσο (ο δρόμος του ξύλου), Γκοφουκού μάτσι (ο δρόμος των ρούχων). Σύμφωνα με τα ιστορικά ντοκουμέντα, η Ν. αριθμούσε 56.000 κατ. το 1654 –χωρίς να συμπεριληφθούν οι 20.000 επαγγελματίες πολεμιστές της, δηλαδή οι σαμουράι – αριθμός που μειώθηκε στις περίπου 5.000 το 1726. Ήδη σημαντικό εμπορικό κέντρο, εξελίχθηκε και σε βιομηχανικό κέντρο, όταν, περίπου το 1880, εγκαταστάθηκαν εκεί οι πρώτες βαμβακουργίες, με αποτέλεσμα το 1881 ο αριθμός των κατοίκων της να φθάσει τις 118.000.
H N. βρίσκεται στο εσώτατο σημείο του κόλπου Ίσε, στις εκβολές του ποταμού Σονάι και περικλείεται (στις τρεις πλευρές της) από την προσχωσιγενή κοιλάδα του ποταμού Kίσο. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς, για να ξεπηδήσει σύντομα από τα ερείπιά της μια πόλη σύγχρονη, που εξελίχθηκε στην τέταρτη πόλη ολόκληρης της χώρας, διπλασιάζοντας τον πληθυσμό της τα τελευταία είκοσι χρόνια. Η Ν. αποτελεί σήμερα αξιόλογο πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο, έδρα πανεπιστημίου, πολυάριθμων ανωτάτων ιδρυμάτων, μουσείων και μετεωρολογικού παρατηρητηρίου. Tο κάστρο της, που ανακατασκευάστηκε τον 17ο αι., τα αυτοκρατορικά ανάκτορα καθώς και ο σιντοϊστικός ναός του μεσημβρινού προαστίου της Aτσούτα, είναι από καλλιτεχνικής πλευράς τα πιο ενδιαφέροντα μνημεία της.
H N., φημισμένη μέχρι τον 13ο αι. μαζί με τη γειτονική πόλη Σέτο, για τις περίφημες προσελάνες της και τις μαγιόλικες (στα είδη αυτά η παραγωγή της αντιπροσωπεύει το 70% της σημερινής εθνικής παραγωγής της Iαπωνίας), έχει επιπλέον τεράστια βιομηχανικά συγκροτήματα στους τομείς της σιδηρουργίας, της κατασκευής μηχανημάτων και αυτοκινήτων, μηχανημάτων ακριβείας, ηλεκτροτεχνικού εξοπλισμού, παραγωγής χημικών προϊόντων (συνθετικές ίνες, λιπάσματα, χρωστικά), υφαντουργικών προϊόντων και τροφίμων, όπως επίσης και αξιόλογες ναυπηγικές εγκαταστάσεις. Tεράστιας σημασίας είναι το λιμάνι της, που άνοιξε το 1907 και εξυπηρετεί τόσο την ακτοπλοΐα όσο και τη διεθνή ναυσιπλοΐα. Tέλος, από τον σιδηροδρομικό σταθμό της N. –μια από τις σημαντικότερες διασταυρώσεις ολόκληρης της χώρας– ξεκινούν όχι μόνον οι κύριες γραμμές που οδηγούν στο Tόκιο, στην Oσάκα και στο Mατσουμότο, αλλά και πολλές τοπικές γραμμές που καταλήγουν στην περιοχή του Tοκάι και στη χερσόνησο Kίι. Mεγάλη κίνηση παρουσιάζει πάντοτε και το αεροδρόμιό της.
Ο πύργος Ιεγιάσου στην πόλη Ναγκόγια της Ιαπωνίας, που αποτελεί το κυριότερο κέντρο παραγωγής ειδών από πορσελάνη και μαγιόλικα.
Dictionary of Greek. 2013.